ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΜΟΥ

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

ΜΙΑ ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



ΕΡΧΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ...
( από ένα αληθινό περιστατικό, πού συνέβη στόν γνωστό συγγραφέα καί αγιογράφο, Φώτη Κόντογλου ).
Ένα βράδυ, τήν Δευτέρα τού Πάσχα, τού έτους 1964... , περασμένα μεσάνυχτα, λίγο πρίν κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσω από το σπίτι μας, και στάθηκα γιά λίγο, κοιτάζοντας τον σκοτεινό ουρανό με τ΄ άστρα.
Ένας αγιασμενος γεροντας, μου ειχε πει μια φορα, πως γυρω απο αυτες τις ωρες Ανοιγουν Τα Ουρανια...

Θα στεκόμουνα εκεί πέρα μονάχος ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γή. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι' αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά - καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και
Βλέπω Μπροστά Μου Έναν Άνθρωπο Με Αλλόκοτη Όψη.
Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε  ανοιχτά και μέ έβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπο του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του σάν γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος.
Στό ένα χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τ' άλλο έσφιγγε το στήθος του, λές και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ' έκανε ν' ανατριχιάσω. Τό κοίταζα, και με κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ' αλήθεια, μ' όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μια φωνή στό μυαλό μου:
"Είναι ο τάδε" ...
Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιός ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να 'βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μια μεγάλη αγωνία. Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, Όλα Φανερώνανε Πως Βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω, νά μή πλησιάσω...
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ...
Άρχισε να βογκάει, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει:
« Δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε μεγάλη ζάλη. Παρακαλεσε Τον Θεο Να Με Λυπηθει.
Θελω να πεθανω, Μα Δεν Μπορω.
Αχ! Όσα ελεγες βγηκαν αληθινα. Θυμασαι, λιγες μερες πριν πεθανω, που ηρθες στο σπιτι μου και μιλουσες για θρησκευτικα;
Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε...
Σαν έφυγες μού είπανε:
ΚΡΙΜΑ, ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΕΤΟΙΟ ΜΥΑΛΟ, ΚΑΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΣΤΙΣ ΑΝΟΗΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝΕ ΟΙ ΓΡΙΕΣ!
Μια άλλη μέρα, σού είχα πεί, όπως και πολλές άλλες φορές:
«ΒΡΕ ΦΩΤΗ, ΜΑΖΕΥΕ ΛΕΦΤΑ, ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΨΑΘΑ. ΒΛΕΠΕΙΣ ΕΓΩ, ΠΟΣΑ ΛΕΦΤΑ ΕΧΩ, ΚΑΙ      
ΠΑΛΙ ΘΕΛΩ ΚΙ ΑΛΛΑ».
Τότε μου είπες:
« Έχεις κανει Συμβολαιο Με Τον Χαρο Πως Θα Ζησεις Τοσα Χρονια Που Θελεις, για να καλοπερασεις στα γηρατεια σου; »
Σου λέγω εγώ: « θα δεις ποσο χρονων θα παγω! 
Τωρα ειμαι εβδομηνταπεντε. Θα περασω τα εκατο.
Έχω εξασφαλισει τα παιδια μου,
ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ' έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε...
Όχι Σαν Κι Εσενα, Που Ακους Αυτα Που Λενε Οι Παπαδες
" Χριστιανα τα τελη της ζωης ημων ".    
Τι θα βγαλεις απο τα " Χριστιανα Τελη";
Λεφτά, Παρά, να έχεις στην τσέπη σου, ΚΑΙ μη σε μέλει.
Εγώ να δώσω ελεημοσύνη;
Και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους τρέφω εγώ;
Αμ βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, 
για να πάτε στον Παράδεισο... Χά ! Χά !

Εγώ ξέρεις πως είμαι γιός παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα.
Μα Να Τα Πιστευουνε Αυτα Οι Μικρομυαλοι.
Όχι ομως κι εσυ Φωτη μου, που εχεις τετοια σπουδη, και να πας χαμενος. Εσυ, οπως πας, θα πεθανεις πριν απο μενα, θα παρεις στον λαιμο σου και την οικογενεια σου.
Μα Εγω, Σου Λεγω Και Σου Υπογραφω, Σαν ΓΙΑΤΡΟΣ Που Ειμαι, Πως Θα Ζησω Εκατον Δεκα Χρονια!...».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δώ κι από κει, σαν να ψηνότανε σε καμμιά σχάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του:
« Αχ! Αχ! Ωχ! ..."
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε:
« ΑΥΤΑ ΕΛΕΓΑ, ΜΑ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΕΘΑΝΑ! ΠΕΘΑΝΑ, ΚΙ ΕΧΑΣΑ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ!
Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω και φώναζα:
ΈΛΕΟΣ! ΈΛΕΟΣ !
Μα κανένας δε μ' άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν να ήμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι.
Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή!
ΌΛΑ ΟΣΑ ΕΛΕΓΕΣ ΒΓΗΚΑΝ ΑΛΗΘΙΝΑ. ΤΟ ΚΕΡΔΙΣΕΣ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ!
Εγώ, τότε, που βρισκόμουνα στον κόσμο που ζεις, ήμουνα ο ΈΞΥΠΝΟΣ. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ' ακούνε όλοι, να κοροϊδεύω την θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα...

ΕΚΕΙ ΕΣΤΙ, Ο ΒΡΥΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ... ( Ματθ. ιγ΄ 42 )

Τώρα όμως βλέπω πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα τότε παραμύθια και χαρτοφάναρα.
ΧΕΙΡΟΠΙΑΣΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΩΝΙΑ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ.
Άχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων...»
Απάνω σ' αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογγητά του, που κι εκείνα σβήσανε σιγά - σιγά.
Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μια στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι.
Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου.
Τούτη την φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα μικρό παιδάκι, μ' ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε πέρα δώθε.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε:
«Σε λιγη ωρα θα ξημερωσει και θα 'ρθουνε να με παρουνε, εκεινοι που με στειλανε...» Του λέγω:
« ΠΟΙΟΙ ΣΕ ΣΤΕΙΛΑΝΕ»;
Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει:
« Εκεί που βρίσκομαι, είναι κι άλλοι πολλοί από εκείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου,
Και Τώρα Καταλάβανε Πως Οι Εξυπνάδες Δεν Περνούνε Παραπέρα Από Το Νεκροταφείο.
Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γίνονταν χειρότεροι.
Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νιώθει τον εαυτόν του νικημένο.
Τούτοι εδώ, βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δεν μπορούνε να βγούνε από την σκοτεινή φυλακή τους για να έρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ.
Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με την μάστιγα 
της ΑΓΑΠΗΣ, όπως έλεγε ένας άγιος...

»Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος από ό,τι τον βλέπαμε! 
Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψη μας. 
Τωρα Καταλαβαμε Πως Η Εξυπναδα Μας Ητανε Βλακεια, 
Οι Κουβεντες Μας Πονηρες Μικρολογιες, 
Κι Οι Χαρες Μας Ψευτια Και Απατη.
»Εσείς που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σάς ο λόγος Του είναι αλήθεια, η μοναχή αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και  στους άπίστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία.
ΑΙΩΝΙΑ ΒΑΣΑΝΑ...

Αληθινά, στον  Άδη δεν υπάρχει πιά μετάνοια...
Αλλοίμονο σ' όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε πάνω στη γή.
Η σάρκα, μάς είχε μεθύσει, και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στον Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε.
Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τα πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας κακία.
» Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τά φαρμακερά βέλη που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντας σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους.
Αν βρίσκονταν εδώ οι δυστυχείς, στην θέση που βρίσκομαι εγώ τώρα, και βλέπανε τά πράγματα πώς είναι, θά τρόμαζαν για ό,τι κάνουνε σήμερα...
Θελω Να Φανερωθω Και Σ' Αυτους Και Να Τους  Πω Να Αλλαξουνε Δρομο,
ΜΑ ΔΕΝ ΈΧΩ ΤΗΝ ΆΔΕΙΑ,
όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει τον φτωχό τον Λάζαρο.       
 Μα κι εκείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται στην στράτα του Θεού.
"Ο αδικών αδικήσατω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, καί ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιάσθητω έτι"», πού λέει ή Γραφή.
Μ' ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ, ΤΟΝ ΕΧΑΣΑ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου