ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΜΟΥ

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

ΤΟ ΡΩΜΕΪΚΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ



Ταυτισμένο το Πάσχα με την αναγέννηση της φύσης, όπως είναι και τα πασχαλινά του Παπαδιαμάντη.
"Η Βλαχοπούλα", το ένα από τα δυο πασχαλινά διηγήματα του 1892, ανατρέχει στο προηγούμενο Πάσχα, που ο Παπαδιαμάντης είχε περάσει, όπως το συνήθιζε εκείνη την εποχή, σε "αρχοντική έπαυλη πλουσίου κτηματία", στο Χαρβάτι.
Αν και η Βλαχοπούλα απέχει της συνήθους Ρωμιάς του Παπαδιαμάντη, του οποίου η έμπνευση στάθηκε προπαντός στις Σκιαθίτισσες.
Κοινωνικού περιεχομένου είναι και το άλλο αθηναϊκό, το "Χωρίς στεφάνι" του 1896. Δυο τρία επουσιώδη σημεία του διηγήματος, που έχει για ηρωίδα τη δασκάλα Χριστίνα, απόφοιτη του Αρσακείου, παραπέμπουν στο πρώτο μυθιστόρημα του Βώκου, "Ο κύριος Πρόεδρος", που κυκλοφόρησε σε φυλλάδια και κατόπιν σε βιβλίο, το 1893, από την "Ακρόπολη", στην οποία και οι δυο εργάζονταν.
Προ χρόνων η Χριστίνα πήγαινε στο ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου, κατόπιν εκκλησιαζόταν λάθρα, καθότι αμαρτωλή, σε εκκλησία κοντά στο σπίτι της, όπου έψελναν τα ορφανά του Χατζηκώστα.
Το πιθανότερο, κατοικούσε στην ίδια γειτονιά με τη Χρυσάνθη, την άτακτη ηρωίδα του μυθιστορήματος του Βώκου, δηλαδή στα πέριξ της πλατείας Κουμουνδούρου. Ύστερα, όπως και οι ήρωες του Βώκου, η Χριστίνα, για να διοριστεί δασκάλα, χρειάστηκε τις συστάσεις των κομματαρχών, οπότε ένας από αυτούς, ο Παναγιώτης ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την εκμεταλλεύτηκε.
Το τρίτο αθηναϊκό στα πασχαλινά, δημοσιευμένο το 1891, ταυτόχρονα με τη "Παιδική πασχαλιά", παρά τον πομπώδη τίτλο του, "Πάσχα ρωμέϊκο", και τον υπότιτλο "σύγχρονος ηθογραφία", που θα ταίριαζε περισσότερο στα άλλα δυο αθηναϊκά, είναι ουσιαστικά ένα σκίτσο, χαρακτηριστικό ωστόσο και χαριέστατο.
Ιταλο-κερκυραίος ο ήρωας, "ο μπάρμπα-Πύπης", ευφραινόταν η ψυχή του "να κάμη Πάσχα ρωμέικο". Για να χαρεί "την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής", κατέβαινε κατ' έτος πεζός στον Πειραιά να ακούσει την Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα και επέστρεφε πάλι με τα πόδια.
Είχε μάλιστα, προτείνει και στο φίλο του, τον συγγραφέα, να συμπορευτούν, αλλά εκείνος "εόρταζε εκτός του Άστεως το άγιον Πάσχα", στο Χαρβάτι με τις Βλαχοπούλες.
Καταχρηστικά, στα πασχαλινά τοποθετείται και ένα από τα διηγήματα, που ο Παπαδιαμάντης δημοσίευσε στο περιοδικό του Βώκου, το "Κοκκώνα θάλασσα ή το γράμμα της πεθεράς", όπου δεν υπάρχουν κουλούρες κοκκώνες και το μόνο που συμβαίνει "λαμπρόγιορτα" είναι το παρ' ολίγο πνίξιμο της πεθεράς από τον γαμπρό της, πλοίαρχο Τζώνη. 
Ετσι απομένουν τα τέσσερα κατ' εξοχήν πασχαλινά διηγήματα, με την Ανάσταση μέρος της υπόθεσης και τους ιερείς μαζί με την κουστωδία τους να πηγαινοέρχονται στο βορειοανατολικό κομμάτι της Σκιάθου, ανάμεσα στην παλαιά πρωτεύουσα, το Κάστρο, και τη μεταγενέστερη, για να λειτουργήσουν τα παρεκκλήσια.
Διηγήματα χωρίς συνοχή, κατά την άποψη ορισμένων, με τις βουλιμικές, κατά Παπαδιαμάντη, περιγραφές να αδυνατίζουν τον όποιο μύθο.
Αυτήν "την περιφρόνηση προς την οικονομία και τη σύνθεση" εκτίμησε η κριτική διαίσθηση του Παλαμά. Σχεδόν ο μοναδικός, που εξήρε ως "αριστούργημα του είδους", το διήγημα "Στην Αγι - Αναστασά".
Στην "Εξοχική Λαμπρή" του 1890, ο παπα-Κυριάκος, ιερέας της πολίχνης της Σκιάθου, πηγαίνει να αναστήσει στο εξωκκλήσι του Αγίου Δημητρίου στα Καλύβια. Βορειοδυτικότερα, στο Πυργί και την Παναγία του Ντομάν, εκτυλίσσεται το διήγημα του 1892,
"Στην Αγι - Αναστασά". Στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την ενδιάμεση μονή του Αγίου Χαραλάμπους, ο "Λαμπριάτικος Ψάλτης", ενώ "Ο Αλιβάνιστος" του 1903 κινείται στο Δασκαλειό και τον Αι-Γιάννη στον Ασέληνο.
Συνεκτικότερα διηγήματα η "Εξοχική Λαμπρή" και "Ο Αλιβάνιστος" ιστορούν γραμμικά τα συμβάντα, ενώ τα άλλα δυο καινοτομούν
αφηγηματικά.
Και στα τέσσερα, πρωτοστατούν άντρες, παιδιά και ονάρια, ενώ το "γυναικομάνι", κατ' εξαίρεση, επέχει θέση χορού. "Στην Αγι-Αναστασά" έχουμε δυο "υποθέσεις", με τη δεύτερη εγκιβωτισμένη στην πρώτη, να εκτυλίσσονται σε διαφορετικό χρόνο, πριν να χτιστεί το παρεκκλήσι της Αγίας Αναστασιάς, στο οποίο διαδραματίζεται το μεταγενέστερο διήγημα "Η Φαρμακολύτρια".
Το πρώτο μέρος, σαν πρόλογος, τοποθετείται το 1875, στον Προφήτη Ηλία και το Πυργί με το παράδοξο ερείπιο, που πολύ προβλημάτιζε τους αρχαιολόγους, δίπλα στο οποίο αργότερα χτίστηκε το παρεκκλήσι.
 Ενώ, το κυρίως διήγημα πηγαίνει τριάντα χρόνια πίσω, όταν οι προεστοί διαφέντευαν στον τόπο, ενθυμούμενοι ακόμη τον Βλαχάβα και τον Νικοτσάρα.
Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη μακριά και επίπονη πορεία μέχρι τα ξωκκλήσια και τον εορτασμό του
ρωμέικου Πάσχα, ενθέτοντας ευτράπελα συμβάντα αλλά και τη φιλοσοφία του περί εθνοτικής συνέχειας: "...
Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, δια του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή δια την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του...".
Τέλος, το διήγημα, "Λαμπριάτικος Ψάλτης", πέραν του προλόγου, εμφανίζεται κι αυτό σπονδυλωτό, με επεισόδια, την κοπιώδη μετάβαση ιερέα και γυναικών στο παρεκκλήσι, προπαντός, τον περιπετειώδη πηγαιμό του πάρεδρου, κυρ Κωνσταντού, που είχε υποσχεθεί στον παπα-Διανέλο να συλλειτουργήσει αλλά αργούσε.
Παραστατικά αποδίδεται η ακολουθία της Ανάστασης, με εορταστικό επιστέγασμα τον οβελισμό του αμνού και την κλοπή της νεφραιμιάς από έναν "πειναλέο ανθρωπίσκο", που τιμωρείται αναλόγως.
Ο αφηγητής ζητά να δείξει πώς εκδηλωνόταν κάποτε η χριστιανική λατρεία πριν γίνει "αντικείμενο περιεργείας". Εορταστικό δρώμενο, που θα λέγαμε σήμερα.